-
1 περιπατητικών
-
2 περιπατητικῶν
-
3 παρ-άκουσμα
παρ-άκουσμα, τό, das Verhörte, falsch Gehörte, falsch Verstandene, Sp., vgl. D. Hal. 9, 22, οὔτ' ἀληϑὲς ὄν, οὔτε πιϑανόν, ἐκ παρακούσματος δέ τινος πεπλασμένον ὑπὸ τοῦ πλήϑους. – Bei Plat. Ep. VII, 338 d 340 b scheint es das nebenbei Gehörte oder geradezu das Gehörte zu sein, wie bei Iulian. Caes. 26, 6 περιπατητικῶν παρακουσμάτων γέμων die Lehrsätze der Peripatetiker bedeutet.
-
4 κορυφαῖος
κορυφαῖος, obenan, ander Spitzestehend, ὁ κορυφαῖος, der Oberste, der Anführer; αὐτὸς ἕκαστος βουλόμενος κορ. εἶναι Her. 3, 82, vgl. 159. 6, 98; so Plat. Theaet. 173 c; die Parteihäupter, Pol. 28, 4, 6 u. a. Sp., die auch den superl. bilden, περιπατητικῶν ὁ κορυφαιότατος Plut. adv. Col. 14; Luc. Soloec. 5 tadelt den Ausdruck τῶν φίλων ὁ κορυφαιότατος, vgl. aber paras. 42 Alex. 30 u. Lob. zu Phryn. p. 69. – Bes. der Chorführer, Vorsänger, Vortänzer des Chors, Arist. polit. 3, 4, Posidon. bei Ath. IV, 152 b; vgl. Ar. Plut. 954 u. Schol.; Dem. 21, 60 sagt 'Ἀριστείδης καὶ γέρων ἐστὶν ἤδη καὶ ἴσως ἥττων χορευτής· ἦν δέ ποϑ' ἡγεμὼν τῆς φυλῆς κορυφαῖος; unterschieden von den Choregen; Arist. mund. 6 M. καϑάπερ ἐν χορῷ κορυφαίου κατάρξαντος συνεπηχεῖ πᾶς ὁ χορός. – Als Beiname des Zeus ( Jupiter capitolinus) u. der Artemis erwähnt bei Paus. 2, 4, 5. 28, 2.
-
5 κορυφαιος
I3верхний, крайнийὁ κ. πῖλος Plut. (лат. apex) — шапка жрецов-фламинов (с апексом наверху)
IIὅ1) предводитель, вождь, глава(τῶν ἀνδρῶν Her.; περιπατητικῶν ὅ κορυφαιότατος Plut.)
2) театр. начальник, руководитель(τῶν χορευτῶν Arst.)
-
6 παράκουσμα
A thing heard amiss, false notion, Pl.Ep. 338d (pl.), etc.; false story or report, Str.7.5.9 (pl.); ἐκ παρακούς ματος or [suff] παρακούς-των D.H.9.22, J.Ap.1.8 ; equivocation, Περιπατητικῶν π. Jul.Caes. 330c.II in pl., defects of hearing, Gal. 7.108.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράκουσμα
-
7 παράκουσμα
παρ-άκουσμα, τό, das Verhörte, falsch Gehörte, falsch Verstandene; das nebenbei Gehörte oder geradezu das Gehörte; περιπατητικῶν παρακουσμάτων γέμων die Lehrsätze der Peripatetiker
См. также в других словарях:
περιπατητικῶν — περιπατητικός of walking fem gen pl περιπατητικός of walking masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπατητικός — ή, ό / περιπατητικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιπατητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περίπατο ή στον περιπατητή («περιπατητικὴ δύναμις», Αλέξ.) 2. αυτός που έχει τη συνήθεια να περπατά 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφική Σχολή τού… … Dictionary of Greek
Αριστόξενος ο Ταραντίνος — (4ος αι. π.Χ.).Μουσικός και φιλόσοφος. Γεννήθηκε στον Τάραντα, αλλά έζησε και ανέπτυξε τη δράση του κυρίως στην Ελλάδα. Σε νεαρή ηλικία μυήθηκε στις πυθαγόρειες μουσικές και φιλοσοφικές διδαχές. Γύρω στο 343 π.Χ. εγκαταστάθηκε στην Πελοπόννησο.… … Dictionary of Greek
εκλεκτικισμός — Θεωρία που απορρίπτει τη μονομέρεια των διαφόρων φιλοσοφιών, οι οποίες παρουσιάστηκαν διαδοχικά στην ιστορία. Ο ε. υποστηρίζει ότι θεμελιώνει μια προοπτική, η οποία κατορθώνει να ενοποιήσει τις διάφορες απόψεις αντλώντας ό,τι θετικό και λιγότερο… … Dictionary of Greek
Άρειος Δίδυμος — (Αλεξάνδρεια 83 π.Χ. – 10 μ.Χ.).Φιλόσοφος, δάσκαλος του αυτοκράτορα Αυγούστου και φίλος του Μαικήνα. Ο Στοβαίος και ο Ευσέβιος έχουν περισώσει αποσπάσματα του έργου του που αφορούν τη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη και των στωικών και την ηθική… … Dictionary of Greek
Δικαίαρχος — (τέλη 4ου αι. π.Χ.). Φιλόσοφος της περιπατητικής σχολής. Καταγόταν από τη Μεσσήνη. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή του, ενώ από το έργο του σώζονται μόνο λίγα αποσπάσματα. Το σύγγραμμά του Βίος Ελλάδος πρέπει να ήταν η πρώτη ιστορία του… … Dictionary of Greek
στωική σχολή — Μία από τις σημαντικότερες τάσεις της φιλοσοφίας των ελληνιστικών χρόνων. Ως σχολή ιδρύθηκε τον 3o αι. π.Χ. από τον Ζήνωνα τον Κιτιέα σε μια στοά της Αθήνας που λεγόταν Ποικίλη Στοά (από όπου πήρε και το όνομά της). Η στωική φιλοσοφία… … Dictionary of Greek